αλπακάς — αλπακάς, ο και αλπαγάς, ο 1. το μαλλί της προβατοκαμήλας και το απ αυτό ύφασμα: Αυτό το ύφασμα είναι αλπακάς. 2. μέταλλο αργυρόχρωμο, ανοξείδωτο: Τα μαχαιροπίρουνα αυτά είναι από αλπακά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλπακά — το ή αλπακάς,ο (Υφαντ.) 1. ζωική υφάνσιμη ίνα που λαμβάνεται από το τρίχωμα τών ζώων αλπάκα. 2. ύφασμα πολυτελείας από αλπακά που μοιάζει με μεταξωτό … Dictionary of Greek
αλπακαδένιος — α, ο ο κατασκευασμένος από αλπακά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού πληθ. αλπακάδες, τής λ. αλπακάς + παραγ. κατάλ. ένιος] … Dictionary of Greek
κράμα — Μεταλλικό προϊόν, το οποίο αποτελείται από δύο ή περισσότερα στοιχεία και έχει τη μορφή στερεού διαλύματος, διαμεταλλικής ένωσης ή μείγματος μεταλλικών φάσεων. Τα κ. σχηματίζονται με ανάμειξη των μετάλλων σε κατάσταση τήξης, για να δώσουν, μετά… … Dictionary of Greek
λευκόχαλκος — ο (Μ λευκόχαλκος) νεοελλ. (μεταλργ.) κράμα νικελίου και χαλκού, αλλ. αλπακάς μσν. μπρούντζος … Dictionary of Greek
νεάργυρος — ο κράμα νικελίου, χαλκού και ψευδαργύρου, κάποτε και με κασσίτερο, άργυρο, μόλυβδο και σίδηρο, ο αλπακάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + άργυρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Αν. Δαμβέργη] … Dictionary of Greek