αλπακάς

αλπακάς
Κράμα χαλκού (50-65%), ψευδαργύρου (20-30%) και νικελίου (10-30%). Παρουσιάζει σημαντική αντοχή στα χημικά αντιδραστήρια και χρησιμοποιείται για την κατασκευή διαφόρων αντικειμένων οικιακής χρήσης, ηλεκτρικών συσκευών για ιατρικούς σκοπούς, χειρουργικών εργαλείων, νομισμάτων κλπ. Αν γίνει με ηλεκτρόλυση επίστρωμα αργύρου στον α., τότε ονομάζεται Cristofle.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αλπακάς — αλπακάς, ο και αλπαγάς, ο 1. το μαλλί της προβατοκαμήλας και το απ αυτό ύφασμα: Αυτό το ύφασμα είναι αλπακάς. 2. μέταλλο αργυρόχρωμο, ανοξείδωτο: Τα μαχαιροπίρουνα αυτά είναι από αλπακά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλπακά — το ή αλπακάς,ο (Υφαντ.) 1. ζωική υφάνσιμη ίνα που λαμβάνεται από το τρίχωμα τών ζώων αλπάκα. 2. ύφασμα πολυτελείας από αλπακά που μοιάζει με μεταξωτό …   Dictionary of Greek

  • αλπακαδένιος — α, ο ο κατασκευασμένος από αλπακά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού πληθ. αλπακάδες, τής λ. αλπακάς + παραγ. κατάλ. ένιος] …   Dictionary of Greek

  • κράμα — Μεταλλικό προϊόν, το οποίο αποτελείται από δύο ή περισσότερα στοιχεία και έχει τη μορφή στερεού διαλύματος, διαμεταλλικής ένωσης ή μείγματος μεταλλικών φάσεων. Τα κ. σχηματίζονται με ανάμειξη των μετάλλων σε κατάσταση τήξης, για να δώσουν, μετά… …   Dictionary of Greek

  • λευκόχαλκος — ο (Μ λευκόχαλκος) νεοελλ. (μεταλργ.) κράμα νικελίου και χαλκού, αλλ. αλπακάς μσν. μπρούντζος …   Dictionary of Greek

  • νεάργυρος — ο κράμα νικελίου, χαλκού και ψευδαργύρου, κάποτε και με κασσίτερο, άργυρο, μόλυβδο και σίδηρο, ο αλπακάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + άργυρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Αν. Δαμβέργη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”